ὑπερκατεργασθέντος

ὑπερκατεργασθέντος
ὑπερκατεργάζομαι
over-digested
aor part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπερκατεργάζομαι — Α (με παθ. σημ.) υφίσταμαι κατεργασία, υφίσταμαι εξάντληση πέρα από το κανονικό όριο («ὑπερκατεργασθέντος τοῡ αἵματος», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κατεργάζομαι «επεξεργάζομαι, διεκπεραιώνω, προπαρασκευάζω με τη μάσηση την τροφή για την πέψη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”